συμπεριβομβώ

συμπεριβομβώ
-έω, Α
βομβώ μαζί με άλλους, γύρω γύρω, βουίζω γύρω από κάτι μαζί με άλλους («περιβομβεῑ καὶ συμπεριβομβεῑ ἑκούσιον τὸ σμῆνος», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + περιβομβῶ «βουΐζω ολόγυρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”